αιγυπτιολόγος

αιγυπτιολόγος
ο, η
ο ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με την αιγυπτιολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αιγύπτιος + -λόγος < λέγω, πρβλ. γαλλ. egyptologue].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Γιανγκ, Τόμας — (Thomas Young, Μίλβερτον 1773 – Λονδίνο 1829). Άγγλος φυσικός, γιατρός και αιγυπτιολόγος. Ο Γ. ήταν προικισμένος με εξαιρετικές ικανότητες και υπήρξε παιδί θαύμα. Σε ηλικία δύο ετών άρχισε να διαβάζει και στα τέσσερα μπορούσε με άνεση να… …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • Αιγύπτιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους γέροντες προύχοντες της Ιθάκης, που πήρε πρώτος τον λόγο όταν ο Τηλέμαχος συγκάλεσε την πρώτη συνέλευση των αρχόντων. Ένας από τους γιους του, ο Ευρύνομος, ήταν ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης και σκοτώθηκε …   Dictionary of Greek

  • αιγυπτιοδίφης — ο ο αιγυπτιολόγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγύπτιος + δίφης < αρχ. διφῶ ( άω) «ζητώ, ερευνώ»] …   Dictionary of Greek

  • αιγυπτιολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη του αρχαίου αιγυπτιακού πολιτισμού. Στις αρχές της Αναγέννησης, οι γνώσεις για τον αιγυπτιακό πολιτισμό προέρχονταν αποκλειστικά σχεδόν από τα έργα των Ελλήνων κλασικών Ηρόδοτου, Διόδωρου Σικελιώτη, Στράβωνα …   Dictionary of Greek

  • Αμελινό, Εμίλ-Κλεμέν — (Emile Clement Amelineau, 1850 – 1915). Αιγυπτιολόγος, ειδικός στην αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία. Πολυγραφότατος, άφησε πολλά σημαντικά έργα, με κυριότερο τα Προλεγόμενα στη μελέτη της αιγυπτιακής θρησκείας (1908) …   Dictionary of Greek

  • Αναστάσης, Ιωάννης — (τέλη 18ου αι. – αρχές 19ου αι.). ’Έμπορος και αιγυπτιολόγος. Έζησε στην Αλεξάνδρεια στα χρόνια του Μοχάμετ Άλι. Πραγματοποίησε σημαντικές εργασίες και βοήθησε πολύ στην ανάπτυξη της αιγυπτιολογίας. Οι εργασίες του και οι παρατηρήσεις του έγιναν… …   Dictionary of Greek

  • Έμπερς, Γκέοργκ Μόριτς — (Georg Moritz Ebers, 1837 – 1898). Γερμανός αιγυπτιολόγος και μυθιστοριογράφος. Διετέλεσε καθηγητής αιγυπτιολογίας στο πανεπιστήμιο της Λειψίας από το 1870 έως το 1889. Έγινε κυρίως γνωστός από τον φερώνυμο πάπυρο του 16ου αι. π.Χ., τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Έρμαν, Άντολφ Γιόχαν Πέτερ — (Adolph Johann Peter Erman, Βερολίνο 1854 – 1937). Γερμανός αιγυπτιολόγος. Διετέλεσε διευθυντής του αιγυπτιακού τμήματος του βασιλικού μουσείου του Βερολίνου και καθηγητής της αιγυπτιολογίας στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης (1884 1923). Οι… …   Dictionary of Greek

  • Κάρτερ, Χάουαρντ — (Howard Carter, Νόρφολκ 1873 – Λονδίνο 1939). Άγγλος αιγυπτιολόγος. Το 1891 πήρε μέρος σε αποστολή στην Αίγυπτο ως σχεδιογράφος και βοηθός στις ανασκαφές του Πέτρι στην Τελ ελ Αμάρνα και του Ναβίλ στην περιοχή του Τελ ελ Μπάχαρι (Λούξορ). Το 1899 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”